Ὀνάτα

Ὀνάτα
Ὀνάτᾱ , Ὀνάτης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Ὀνάτᾱ , Ὀνάτης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ὀνάτας — Ὀνάτᾱς , Ὀνάτης masc acc pl (doric) Ὀνάτᾱς , Ὀνάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνάταν — Ὀνάτᾱν , Ὀνάτης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιτέλης — (5ος αι. π.Χ.). Ανδριαντοποιός. Σύμφωνα με τον Παυσανία, συνεργάστηκε με τον επίσης ανδριαντοποιό Ονάτα τον Αιγινήτη στην κατασκευή ενός αγάλματος που παρίστανε τον Ερμή να κρατά κάτω από τη μασχάλη του ένα κριάρι. Το έργο ήταν αφιέρωμα των… …   Dictionary of Greek

  • ОНАТ —    • Onātas,          Όνατα̃ς, см. Sculptores, Скульпторы, 3 и Pictores, Живопись, 3 …   Реальный словарь классических древностей

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών …   Dictionary of Greek

  • Κάλαμις — (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν ίσως από τη Βοιωτία και είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες, κυρίως χαλκοπλάστης, της εποχής πριν από τον Φειδία. Η γλυπτική του καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 470 έως …   Dictionary of Greek

  • Κάλλων — Όνομα ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. 1. Ανδριαντοποιός από την Αίγινα (6ος αι. π.Χ.). Μαζί με τους επίσης Αιγινήτες Μίνωνα και Ονάτα εκπροσωπεί την αιγινητική σχολή. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν σύγχρονος του Σικυώνιου Κάναλου και μαθητής του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”